- ἁγησίχορος
- ᾱγηςῐχορος (aspiravit Schr.)1 leading off the dancing
ἁγησιχόρων προοιμίων P. 1.4
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
ἁγησιχόρων προοιμίων P. 1.4
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
αγησίχορος — ἀγησίχορος, ον (Α) αυτός που οδηγεί τον χορό. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἁγησι δωρ. τ. (αττ. ιων. ἥγησις) + χορός. Το όν. φέρει ψιλή από ψίλωση, την οποία ο Schwyzer (Reinisches Museum Fur Philologie, 78) εξηγεί από αρχικό τύπο ΗΑΓΝΗΙΧΟΡΟΣ, όπου έλαβε χώρα… … Dictionary of Greek
χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… … Dictionary of Greek
ἀγησιχόρων — ἀ̱γησιχόρων , ἀγησίχορος leading the chorus masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγησίχορα — ἀ̱γησίχορα , ἀγησίχορος leading the chorus neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγησιχόρων — ἁ̱γησιχόρων , ἁγησίχορος masc/fem/neut gen pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)